Κίνα-Facebook: Η ανίερη συμμαχία με θύμα την ελευθερία της έκφρασης

12 Μαρτίου, 2025

Το Facebook (νυν Meta) φέρεται να έφτασε σε ακραίες υποχωρήσεις προκειμένου να εξασφαλίσει την είσοδό του στην κινεζική αγορά, αποδεχόμενο λογοκρισία και πιθανή επίβλεψη της κυβέρνησης στην πλατφόρμα του, σύμφωνα με νέα καταγγελία που δημοσίευσε η Washington Post.

Η πρώην διευθύντρια παγκόσμιας πολιτικής της εταιρείας, Sarah Wynn-Williams, κατέθεσε επίσημα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC), υποστηρίζοντας πως η Meta ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει τον έλεγχο του περιεχομένου στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, να φιλοξενήσει τα δεδομένα των Κινέζων χρηστών σε τοπικούς servers και να λογοκρίνει πολιτικά ευαίσθητες αναρτήσεις, προκειμένου να επιτραπεί η λειτουργία της στη χώρα.

Η καταγγελία, που περιλαμβάνει 78 σελίδες και βασίζεται σε εσωτερικά έγγραφα της Meta, αποκαλύπτει ότι η εταιρεία ανέπτυξε το 2015 ένα ειδικό σύστημα λογοκρισίας για την Κίνα και σχεδίαζε να ορίσει έναν «αρχισυντάκτη» που θα αποφάσιζε ποιο περιεχόμενο θα αφαιρείται, ενώ θα μπορούσε ακόμη και να διακόψει πλήρως τη λειτουργία της πλατφόρμας σε περιόδους κοινωνικών αναταραχών.

Η σχέση Meta-Κίνας: Το παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων

Η WaPo αποκαλύπτει ότι ο ίδιος ο Mark Zuckerberg ηγήθηκε της προσπάθειας εισόδου στην Κίνα. Το 2014, ο CEO της Meta έγραψε προσωπική επιστολή στον Lu Wei, τότε επικεφαλής του κινεζικού διαδικτύου, προτείνοντας στενότερη συνεργασία με την Κίνα στην απομάκρυνση «τρομοκρατικών» σελίδων. Ο Zuckerberg όχι μόνο έγραψε πρόλογο στο βιβλίο του Xi Jinping The Governance of China, αλλά φέρεται να ζήτησε από τον Κινέζο πρόεδρο να δώσει κινεζικό όνομα στην κόρη του.

Η Meta δημιούργησε εσωτερική ομάδα το 2014 με την ονομασία Project Aldrin (προς τιμήν του αστροναύτη Buzz Aldrin), προκειμένου να προσαρμόσει την πλατφόρμα στις απαιτήσεις της κινεζικής κυβέρνησης. Σύμφωνα με τα έγγραφα, η εταιρεία συμφώνησε να προσλάβει 300 λογοκριτές περιεχομένου και να αναπτύξει ένα σύστημα που θα μπορούσε να εντοπίζει και να μπλοκάρει αυτόματα «απαγορευμένες» αναρτήσεις.

Ωστόσο, η κινεζική κυβέρνηση επέμεινε στη φυσική αποθήκευση των δεδομένων των χρηστών σε servers εντός της χώρας, γεγονός που θα έδινε στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να αποκτήσει πρόσβαση σε προσωπικά στοιχεία πολιτών, συμπεριλαμβανομένων των κατοίκων του Χονγκ Κονγκ. Σύμφωνα με την Wynn-Williams, η Meta φέρεται να εξέτασε την αποδυνάμωση των κανόνων απορρήτου για τους χρήστες του Χονγκ Κονγκ προκειμένου να ικανοποιήσει τις κινεζικές απαιτήσεις.

Η «θυσία» ενός αντιφρονούντα

Ένα ακόμη σοκαριστικό στοιχείο της καταγγελίας αφορά την περίπτωση του Guo Wengui, Κινέζου αντιφρονούντα επιχειρηματία που ζει στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με την WaPo, το 2017, η Meta περιόρισε τη δραστηριότητά του και κατέβασε μία από τις σελίδες του έπειτα από αίτημα του Zhao Zeliang, ανώτερου αξιωματούχου του κινεζικού διαδικτύου. Τα εσωτερικά έγγραφα δείχνουν ότι οι υπεύθυνοι της Meta ανησυχούσαν πως αν δεν συμμορφώνονταν, οι διαπραγματεύσεις για την είσοδο στην Κίνα θα κατέρρεαν.

Η μεταστροφή της Meta και η σημερινή στάση

Παρά τις προσπάθειες, το 2019 η Meta εγκατέλειψε το σχέδιο εισόδου στην Κίνα, ειδικά μετά την κλιμάκωση της εμπορικής διαμάχης ΗΠΑ-Κίνας επί προεδρίας Donald Trump.

Σήμερα, η εταιρεία έχει υιοθετήσει μια πολύ πιο σκληρή στάση κατά της Κίνας, χρηματοδοτώντας την οργάνωση American Edge που επικρίνει το Πεκίνο και τη δημοφιλή εφαρμογή TikTok. Ο ίδιος ο Zuckerberg έχει δηλώσει ότι η Meta θα συνεργαστεί με την αμερικανική κυβέρνηση για να διασφαλίσει ότι «τα παγκόσμια πρότυπα τεχνητής νοημοσύνης βασίζονται στις κοινές μας αξίες, και όχι σε αυτές της Κίνας».

Η καταγγελία της Wynn-Williams ρίχνει φως σε μια περίοδο όπου η Meta ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει τις θεμελιώδεις αρχές της ελευθερίας της έκφρασης και της προστασίας προσωπικών δεδομένων, προκειμένου να κερδίσει την πρόσβαση σε μια από τις μεγαλύτερες αγορές του κόσμου. Παρόλο που τελικά η εταιρεία δεν μπήκε στην Κίνα, οι αποκαλύψεις δημιουργούν σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ηθική των αποφάσεων της και το κατά πόσο οι τεχνολογικοί κολοσσοί μπορούν να διατηρήσουν τις αξίες τους απέναντι σε οικονομικές προκλήσεις.